ἔμπα

ἔμπα
ἔμπᾱν, ἔμπᾱς, ἔμπᾰ
1 nevertheless esp. after neg.

τὸν μὲν οὐ γίνωσκον· ὀπιζομένων δ' ἔμπας τις εἶπεν P. 4.86

ἴυξεν δ' ἀφωνήτῳ περ ἔμπας ἄχει (καίπερ τοιούτῳ ἄχει πληγείς, καθ' ὃ οὐκ ἄν τις φωνὴν ἀφείη, ἀλλ ἐκσταίη, ὅμως ἀνεβόησε. Σ paraphr.) P. 4.237 πόνων δοὔ τις ἀπόκλαρός ἐστιν οὔτ' ἔσεται. ὁ Βάττου δ ἕπεται παλαιὸς ὄλβος ἔμπαν τὰ καὶ τὰ νέμων (but Σ explain ὁμοίως, in equal proportions) P. 5.55

ἔμπα, καἴπερ ἔχει βαθεῖα ποντιὰς ἅλμα μέσσον, ἀντίτειν' ἐπιβουλίᾳ N. 4.36

ἀλλά τι προσφέρομεν ἔμπαν ἢ μέγαν νόον ἤτοι φύσιν ἀθανάτοις N. 6.4

ἀλλ' ἄγε τῶνδέ τοι ἔμπαν αἵρεσιν παρδίδωμN. 10.82

σαφὲς οὐχ ἕπεται τέκμαρ. ἀλλ' ἔμπαν μεγαλανορίαις ἐμβαίνομεν N. 11.44

νεόπολίς εἰμι. ματρὸς δὲ ματέρ' ἐμᾶς ἔτεκον ἔμπαν πολεμίῳ πυρὶ πλαγεῖσαν Pae. 2.29


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • έμπα — το (από την προστακτ. αορ. του ρ. μπαίνω) 1. το μπάσιμο, η είσοδος: Γυρίζω από τ αγύριστο ταξίδι, από τους τόπους π όλο το έμπα ξέρουνε και που ποτέ το έβγα (Κ. Παλαμάς). 2. το μέρος από όπου μπαίνει κανείς, η πύλη, η είσοδος: Βάζει τρανό λιθάρι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έμπα — Ποταμός (640 χλμ.) του δυτικού Καζακστάν.Πηγάζει από τα όρη Μουγκοτζάρ και εκβάλλει στην Κασπία, περίπου 100 χλμ. Α των εκβολών του ποταμού Ουράλη. Διασχίζει το οροπέδιο Ποντουράλσκι και το βαθύπεδο Πρικασπίσκι. Τα νερά του προέρχονται κυρίως από …   Dictionary of Greek

  • ἔμπα — ἔμπας alike poetic indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔμπαλαι — ἔμπᾱλαι , ἐν πάλλω poise aor imperat mid 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔμπαν — ἔμπᾱν , ἔμπην doric (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔμπας — ἔμπᾱς , ἔμπας alike indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξέβγα — το έξοδος («στα έμπα του μπήκε σαν αϊτός, στα ξέβγα του πετρίτης»). [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τής προστ. τού ξεβγαίνω, κατά τα έβγα, έμπα (πρβλ. ξέβαν)] …   Dictionary of Greek

  • Καζακστάν — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Καζακστάν Παλαιότερη ονομασία: Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Καζακστάν (1925 91) Έκταση: 2.717.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 16.741.519 (2002) Πρωτεύουσα: Αστάνα (319.300 κάτ. το 1999)Κράτος της κεντρικής Ασίας.… …   Dictionary of Greek

  • ἐμπαγέντα — ἐμπάσσω sprinkle in aor part pass neut nom/voc/acc pl ἐμπάσσω sprinkle in aor part pass masc acc sg ἐμπάσσω sprinkle in aor part pass neut nom/voc/acc pl ἐμπάσσω sprinkle in aor part pass masc acc sg ἐμπήγνυμι fix aor part pass neut nom/voc/acc… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπαγέντων — ἐμπάσσω sprinkle in aor part pass masc/neut gen pl ἐμπάσσω sprinkle in aor part pass masc/neut gen pl ἐμπήγνυμι fix aor part pass masc/neut gen pl ἐμπήγνυμι fix aor imperat pass 3rd pl ἐμπᾱγέντων , ἐμπήγνυμι fix aor part pass masc/neut gen pl… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Emba — or Empa ( gr. Έμπα) is one of the biggest villages in Paphos. It is spread over a wide area it not only borders Paphos but also the villages Chloraka, Kissonerga, Tala, Tremithousa and Mesogi. It has a population of 4,500 people.The village… …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”